- νοσογράφος
- ο, ηεπιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη νοσογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek